ανεωτέριστος

ανεωτέριστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει γίνει σύμφωνα με τις νεώτερες ή τις σύγχρονες αντιλήψεις
2. αυτός που δεν ακολουθεί νεωτερισμούς, συντηρητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”